Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νέσιμο — το γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεσ τού νέθω (πρβλ. μέλλ. νέσω) + κατάλ. ιμο, πρβλ. γνέσ ιμο] … Dictionary of Greek
νέσιμο — το βλ. γνέσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)